- τηλεγραφείο
- τουπηρεσιακό κατάστημα που δέχεται και αποστέλλει τηλεγραφήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τηλεγραφείο — το, Ν κτήριο τών υπηρεσιών αποστολής και λήψης τηλεγραφημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέγραφος. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεγραφεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek